- σύνηβος
- σύνηβος, ὁ, ἡ, ([etym.] ἥβη)A young comrade, E.HF438 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύνηβος — και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που είναι επίσης έφηβος 2. (κατ επέκτ.) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
ξύνηβος — σύνηβος , σύνηβος young comrade masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήβους — σύνηβος young comrade masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνηβοι — σύνηβος young comrade masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
ξύνηβος — ξύνηβος, ό, ἡ (Α) βλ. σύνηβος … Dictionary of Greek
συνηβώ — άω, Α [σύνηβος] 1. περνώ την εφηβική ηλικία ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συνεκδ. παίρνω μέρος σε κάποιο παιχνίδι μαζί με άλλους έφηβους, συμπαίζω … Dictionary of Greek
ξύνηβον — σύνηβον , σύνηβος young comrade masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)